- φυκούμεναι
- φυκόωto be rougedpres part mp fem nom/voc plφυκόωto be rougedpres inf act (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυκώ — όω, ΜΑ [φῡκος] καλλωπίζω με ψιμύθιο παρασκευασμένο με πρώτη ύλη τα φύκη («φυκούμεναι καὶ μυριζόμεναι, καὶ χρυσὸν φοροῡσαι καὶ πορφύραν», Πλούτ.) αρχ. παθ. φυκοῡμαι, όομαι καλύπτομαι από θαλάσσια φύκη … Dictionary of Greek